Τα τελευταία χρόνια γινόμαστε μάρτυρες των δραματικών αλλαγών που έχουν συμβεί στην περιοχή ή μας τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Η ζοφερή οικονομική κατάσταση της χώρας σε συνδυασμό με την αναβάθμιση της εξ ανατολών απειλής, καθιστούν αναγκαία του ρόλου της Ελληνικής εφεδρείας. Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις (ΕΕΔ) από το 1974 έχουν στρέψει την προσοχή τους στην αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής η οποία ως τις μέρες μας παραμένει υπαρκτή. Παρά τις όποιες προσπάθειες προσέγγισης σε διμερές και πολυμερές επίπεδο, οι ελληνοτουρκικές διαφορές δεν έχουν επιλυθεί. Ούτε η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας αλλά ούτε και η αναβάθμιση του διμερούς εμπορίου έφεραν ουσιαστική διαφοροποίηση στην στάση της Άγκυρας σε σχέση με τις ελληνοτουρκικές διαφορές. Αντιθέτως η ρητορική της κυβέρνησης Erdogan όσον αφορά την Κυπριακή και Ελληνική Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ), οι κατά καιρούς δηλώσεις του τούρκου ΥΠΕΞ Davutoglou σχετικά με τα ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο που δεν είναι δυνατόν να αγνοηθούν, αλλά και οι ενέργειες ορισμένων κύκλων στην Ελληνική Θράκη αποτελούν έμπρακτες αποδείξεις πως η διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας και ο σεβασμός των κυριαρχικών της δικαιομάτων δεν μπορούν να θεωρούνται δεδομένα.
Γράφει ο Στάθης Κουτσουράκης
Οι όποιες προσπάθειες γίνονται σε διπλωματικό επίπεδο για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών θα πέσουν στο κενό εφόσον και οι δύο πλευρές δεν έχουν πειστεί πως ο πιο συμφέρον δρόμος δεν είναι η προσφυγή στην βία. Ο μόνος τρόπος για να πείσουμε την Άγκυρα πως το κόστος από μια ένοπλη σύρραξη με την χώρα μας θα είναι μεγαλύτερο από οποιοδήποτε όφελος είναι η ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας μας.
Τα σημαντικά προβλήματα στελέχωσης των ΕΕΔ θέτουν υπό αμφισβήτηση την αποτρεπτική μας ισχύρη.
Οι ΕΕΔ καλούνται να αποτρέψουν τον δεύτερο μεγαλύτερο (σε όγκο) στρατό του ΝΑΤΟ που έχει 5 φορές περισσότερο προσωπικό από αυτές και τα τελευταία χρόνια υλοποιεί ένα γιγαντιαίο εξοπλιστικό πρόγραμμα υποστηριζόμενο από την ολοένα αναπτυσσόμενη πολεμική του βιομηχανία. Οι πολιτικές ηγεσίες τα τελευταία χρόνια κάνουν λόγο για ένα μικρό (πόσο πια..) αλλά ευέλικτο (ασχέτως εάν δεν υπάρχουν μέσα) στρατό που με την ποιοτική του υπεροχή μπορεί να αποτρέψει υπέρμετρες αριθμητικά δυνάμεις. Γνωρίζουμε βέβαια πολύ καλά πως η παραπάνω αντίληψη αποτελεί μια πρώτης τάξεως δικαιολογία για την αιτιολόγηση της μείωσης των οροφών των ΕΕΔ και την μείωση της θητείας για ψηφοθηρικούς λόγους.
Το ζητούμενο είναι πως ακόμα και εάν υπήρχε ποιοτική υπεροχή, κάτι που δεν ισχύει καθώς οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις (ΤΕΔ) έχουν εκσυγχρονίσει τα μέσα τους αλλά ενώ παράλληλα έχουν εντάξει σημαντικό αριθμό επαγγελματιών στρατιωτών στις τάξεις τους, δεν είναι καθόλου δεδομένο πως οι ΕΕΔ μπορούν να ανταποκριθούν στην αποστολή τους καθώς τα ποσοστά επάνδρωσης έχουν πέσει σε επικίνδυνο βαθμό. Τέσσερεις είναι είναι οι βασικοί λόγοι για την κατάσταση αυτή. Πρώτον, λόγο της οικονομικής δυσχέρειας της χώρας οι προσλήψεις των επαγγελματιών οπλιτών έχουν παγώσει και αυτές που λήγουν δεν ανανεώνονται. Δεύτερον η υπογεννητικότητα του ελληνικού πληθυσμού αυξάνεται. Είναι γνωστό πως ήμαστε ένα έθνος που γερνάει. Τρίτον η μείωση της θητείας για καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους. Τέλος η στασή της πολιτική ηγεσίας που δείχνει υπερβολική ανοχή σε σχέση με όσους προσπαθούν με διάφορους τρόπους, είτε εκμεταλλευόμενοι την υπάρχουσα νομοθεσία είτε με άλλα λιγότερα θεμιτά, μέσα να απαλλαγούν από τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις. Οι δύο πρώτοι παράγοντες, υπό τις υπάρχουσες είναι πολύ δύσκολο να μεταβληθούν, ενώ οι δύο τελευταίοι χρειάζονται ισχυρή πολιτική βούληση που μέχρι στιγμής δεν υφίσταται.
Το Ελληνικό δόγμα επιχειρήσεων βασίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στην επιστράτευση εφέδρων.
Ακόμα και στην περίπτωση αύξησης της θητείας (3 μήνες μάλλον δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες) και βελτίωσης της νομοθεσίας σχετικά με την στράτευση, η επάνδρωση και ενεργοποίηση των επιστρατευμένων μονάδων είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση του μεγάλου όγκου των ΤΕΔ που αναμένεται να επιχειρήσουν σε Αιγαίο και Θράκη. Ο επιτιθέμενος έχει το πλεονέκτημα να επιλέξει τον χρόνο και τον τόπο της επίθεσης με αποτέλεσμα ο αμυνόμενος να είναι αναγκασμένος είτε να διαθέτει ένα σχετικά μεγάλο όγκο δυνάμεων ώστε να καλύψει όλα τα πιθανά σημεία που θα εκδηλωθεί η επιθετική ενέργεια είτε να διαθέτει επαρκείς εφεδρείες που θα κινηθούν γρήγορα ώστε να ενισχύσουν τα αμυνόμενα τμήματα της πρώτης γραμμής.
Στην περίπτωση της Θράκης οι δυνάμεις που Δ Σώματος Στρατού (Δ’ΣΣ), που έχουν σχετικά υψηλά ποσοστά επάνδρωσης, θα ενισχυθούν την σύνθεση τους από κατά κύριο λόγο από τον ντόπιο πληθυσμό. Σκοπός του Δ’ΣΣ είναι να προβεί σε επιβραδυντικό αγώνα μέχρι να ενισχυθεί από δυνάμεις που εδρεύουν δυτικότερα οι οποίες όμως στηρίζονται σε μεγαλύτερο βαθμό στην επιστράτευση. Ακολούθως ζωτικής σημασίας ρόλο θα επιτελέσουν καθαρά επιστρατευμένες μονάδες που εξασφαλίσουν την φύλαξη οδικών κόμβων, ζωτικών εγκαταστάσεων αλλά και την εξάλειψη προγεφυρωμάτων του εχθρού στα μετόπισθεν (είναι γνωστή η δυνατότητα αεροκίνησης που διαθέτουν οι ΤΕΔ) ώστε να ενίσχυση του Δ’ΣΣ να γίνει απρόσκοπτα. nΣτα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, όπου η δυνατότητα μεταφοράς δυνάμεων από την ενδοχώρα είναι μια αρκετά δύσκολη ενέργεια και οι ταξιαρχίες της Ανώτερη Στρατιωτική Διοίκηση Εσωτερικού Νήσων (ΑΣΔΕΝ) είναι ουσιαστικά αποκομμένες και δεν μπορούν να μεταφέρουν τις δυνάμεις τους από το ένα νησί στο άλλο, η επιστράτευση του ντόπιου πληθυσμού αποτελεί το κύριο μέσω ενίσχυσης της τοπικής άμυνας. Γίνεται λοιπόν κατανοητό πως ο ρόλος των εφέδρων είναι κρίσιμος για την άμυνα της χωράς.
Η σημερινή εφεδρεία δεν μπορεί να επιτελέσει τον ρόλο της.
Δυστυχώς η πολιτικοστρατιωτική ηγεσία δεν έχει προβεί στις κατάλληλες ενέργεια ώστε οι επιστρατευμένοι να μπορούν να επιτελέσουν τον ρόλο τους. Οι μετεκπαιδεύσεις έχουν μειωθεί ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου έφεδροι οι οποίοι να επιστρατευτούν δεν έχουν κλιθεί ούτε σε μια άσκηση παρότι έχουν περάσει πολλά χρόνια από την απόλυση τους. Επίσης παρουσιάζετε το δυσάρεστο φαινόμενο σε αρκετές μετεκπαιδεύσεις να υπάρχει μια έλλειψη πειθαρχίας και μια χαλαρότητα εξαιτίας της απροθυμίας πολλών επίστρατων να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της μετεκπαίδευσης αν και αυτό δεν ισχύει για το σύνολο των επίστρατων καθώς υπάρχουν αρκετοί συμπολίτες μας που ανταποκρίνονται με υπευθυνότητα στο κάλεσμα για μετεκπαίδευση.
Το αποτέλεσμα είναι το σύστημα επιστράτευσης να στηρίζεται σε εφέδρους που θα κλιθούν να πολεμήσουν βασιζόμενοι στις (όποιες) γνώσεις που είχαν αποκτήσει κατά την διάρκεια της (σύντομης) θητείας τους, αρκετό διάστημα μετά την ολοκλήρωση της. Επιπλέον θα κληθούν, να συνεργαστούν με τους συναδέλφους τους, πολλούς από του οποίους συναντούν για πρώτη φορά και μάλιστα υπό συνθήκες έντονης πίεσης. Ακολούθως οι αξιωματικοί των μονάδων αυτών καλούνται να διοικήσουν άτομα που δεν γνωρίζουν και δεν εμπιστεύονται διότι έχουν επίγνωση της ελλιπούς εκπαίδευσης των υφισταμένων τους αλλά και του γεγονότος πως μια μάχιμη μονάδα πρέπει να λειτουργεί ως ένα συνεκτικό σύνολο κάτι που δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο ύστερα από μακρόχρονη εκπαίδευση. Είναι λοιπόν αβέβαιο το κατά πόσο η επιστράτευση θα μπορέσει να αποδώσει τα αναμενόμενα με ότι αυτό συνεπάγεται για την αποτρεπτική ισχύ της χώρας.
Οι σύλλογοι των εφέδρων και η προσφορά τους.
Τα τελευταία χρόνια στον ελλαδικό χώρο λειτουργεί ένας ικανός αριθμός συλλόγων εφέδρων που έχουν να επιδείξουν μια πλούσια εκπαιδευτική δραστηριότητα. Οι περισσότεροι σύλλογοι έχουν ένα τακτικό πρόγραμμα εκπαιδεύσεως τόσο σε στρατιωτικά αντικείμενα όσο και σε αντικείμενα που σχετίζονται με τι πρώτες βοήθειες, τις διασώσεις την δασοπυρόσβεση και γενικότερα σε αντικείμενα πολιτικής προστασίας. Οι εκπαιδεύσεις αυτές γίνονται χάρη στην προσωπική εργασία και τις οικονομικές θυσίες των μελλών και πολύ σπάνια με την βοήθεια των κρατικών φορέων, αλλά πάντα με κύριο γνώμονα να καταστήσουν τους συμμετέχοντες ικανούς να προσφέρουν χρήσιμες υπηρεσίες εάν και εφόσον απαιτηθεί.
Η κοινωνική προσφορά των συλλόγων αυτών είναι σημαντική σε περιόδους ειρήνης καθώς συμβάλλουν τους κρατικούς μηχανισμούς αφιλοκερδώς με μοναδικό γνώμονα να προσφέρουν τις καλές τους υπηρεσίες στους συμπολίτες τους. Η συμμετοχή τους σε πληθώρα από διασώσεις, η συνδρομή τους στην δασοπροστασία/δασοπυρόσβεση, η ενίσχυση των περιοχών που έχουν πληγεί από θεομηνίες αποτελεί απόδειξη του εθελοντικού πνεύματος των ατόμων που απαρτίζουν τους συλλόγου αυτούς.
Η σημαντικότερη όμως προσπάθεια γίνεται στον τομέα της στρατιωτικής εκπαίδευσης με σκοπό την συντήρηση και περαιτέρω βελτίωση των δεξιοτήτων που αποκτηθήκαν κατά το διάστημα της στρατιωτικής του θητείας. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στους τομείς της ατομικής και ομαδικής τακτικής που χρησιμοποιούν τόσο το πεζικό όσο και οι ειδικές δυνάμεις. Η εκπαίδευση γίνεται από έφεδρους εκπαιδευτές αξιωματικούς ή υπαξιωματικούς που είχαν λάβει την ανάλογη εκπαίδευση στην διάρκεια της υπηρεσίας τους. Αξιόλογη εμπορία έχει αποκτηθεί και από την παρακολούθηση σχολείων του εξωτερικού οπού όλο και περισσότεροι έλληνες έφεδροι λαμβάνουν μέρος, πάντοτε καλύπτοντας οι ίδιοι τα έξοδα τους, με σκοπό να μεταβιβάσουν τις γνώσεις που απέκτησαν στους υπόλυπους συναδέλφους τους.
Οι προσπάθειες που έχουν γίνει, έχουν αποδώσει εντυπωσιακά αποτελέσματα ιδιαιτέρα εάν σκεφτεί κανείς πως γίνονται χωρίς την υποστήριξη της πολιτείας, από πολίτες και με δικά τους μέσα οι οποίοι θυσιάζουν τον ελεύθερο τους χρόνο για να εκπαιδευτούν. Σε μια μάλιστα, οικονομικά δύσκολή συγκυρία καταβάλουν σημαντικά ποσά για την αγορά και την συντήρηση του ατομικού τους εξοπλισμού και των εξόδων που απαιτεί η εκπαίδευση τους. Απτή απόδειξη της συστηματικής δουλειάς που επιτελείται είναι τα θετικά σχόλια που αποσπούν οι ελληνικές αποστολές εφέδρων σε αγώνες του εξωτερικού, οπού λαμβάνουν μέρος κυρίως μόνιμα στελέχη, όπως η Greniader στην Αυστρία, η Cambrian Patrol στην Σκοτία (όπου μάλιστα φέτος οι ελληνική ομάδα κατέλαβε την 3η θέση) και παλαιότερα η Swiss Raid Commando στην Ελβετία.
Οι προσπάθειες της εφεδρείας πέφτουν στο κενό.
Δυστυχώς οι προσπάθειες των εφέδρων οι οποίες αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα του ελληνικού φιλότιμου, έχουν ελάχιστη εάν όχι μηδενική επίδραση στην αποτρεπτική ισχύει της χώρας για δυο κυρίως λόγους. Πρώτον η εκπαίδευση που παρέχουν οι σύλλογοι δεν μπορεί να υποκαταστήσει σε καμία περίπτωση την εκπαίδευση που παρέχουν οι ΕΕΔ. Οι σύλλογοι δεν διαθέτουν ούτε τα μέσα ούτε ίσως την εξειδικευμένη γνώση για να καλύψουν της απαιτήσεις της εκπαίδευσης των περισσοτέρων κρίσιμων ειδικοτήτων. Σε μια επιστρατευμένη μονάδα δεν υπάρχει μόνο οι ειδικότητες του απλού τυφεκιοφόρου, του οδηγού ή του μάγειρα. Υπάρχουν πληθώρα από πολύπλοκες ειδικότητες, όπως αυτές των βαρέων όπλων (πολυβολητών, χειριστών όλμων και Α/Τ όπλων), των διαβιβαστών και πολλών άλλων, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να διδαχθούν από τους συλλόγους.
Οι λέσχες των εφέδρων οι οποίες δημιουργήθηκαν με προσωπικούς κόπους και έξοδα των μελών τους, δεν είναι δυνατών να διαθέτουν τα εκπαιδευτικά μέσα που είναι απαραίτητα για την εκμάθηση αυτών των ειδικοτήτων. Η ελληνική νομοθεσία άλλωστε απαγορεύει (κατά την προσωπική άποψη του γράφοντος πολύ σωστά) σε ιδιωτικούς συλλόγους να διαθέτουν τέτοιου είδους στρατιωτικό υλικό ακόμα και εάν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα για την αγορά, συντήρηση και φύλαξη τους. Η αγορά προσομοιωτών, κυρίως όσον αφορά τα βαρέα όπλα, είναι πολύ πέραν των οικονομικών δυνατοτήτων των συλλόγων. Όμως και στην περίπτωση του ατομικού εξοπλισμού η χρήση paintball και airsoft παρόλο που αποτελούν ένα χρήσιμο βοήθημα δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να υποκαταστήσουν την ανάγκη εξοικείωσης του προσωπικού με το πραγματικό του οπλισμό. Η διατήρηση της μαχητικής ικανότητας των εφέδρων καθιστά αναγκαία την τακτική την τακτική πραγματοποίηση βολών με τα όπλα που θα κλιθούν να χειριστούν, σε περίπτωση επιστράτευσης, μια ανάγκη που μπορεί να καλύψουν μόνο οι ΕΕΔ. Δυστυχώς είναι γνωστή η απροθυμία της ηγεσίας του στρατεύματος να επιτρέψει την συμμετοχή των εφεδρικών συλλόγων σε τακτικές βολές των μονάδων πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.
Ο δεύτερος και ίσως κυριότερος λόγος είναι πως η ηγεσία του στρατεύματος δεν έχει καμία πρόβλεψη αξιοποίησης των ατόμων που εκπαιδεύονται στις λέσχες. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο σε άτομα που έχουν συμμετάσχει συστηματικά σε πολλές εκπαιδεύσεις των συλλόγων τους σε Ελλάδα και εξωτερικό, να τους αποστέλλεται από την στρατολογία λευκό φύλλο πορείας, δηλαδή να τίθενται εκτός εφεδρείας παρόλο που από ηλικιακής άποψης θα έπρεπε να παραμείνουν. Όμως και αυτοί που θα επιστρατευτούν, εφόσον δεν υπάρχει πρόβλεψη να επιστρατευτούν στην ίδια μονάδα, δεν θα μπορέσουν να αποδώσουν τα δέοντα καθώς θα πρέπει να συνεργαστούν με συναδέλφους τους που συναντούν για πρώτη φορά και που στην πλειοψηφία τους είναι ανεκπαίδευτοι. Υπό αυτές τις συνθήκες οι ομαδικές τακτικές που διδάχτηκαν στις εκπαιδεύσεις των συλλόγων τους, δεν θα μπορέσουν να εφαρμοστούν. Με άλλα λόγια οι εκπαιδευμένοι και με υψηλό ηθικό επίστρατοι που θα προσφέρουν οι σύλλογοι, θα χαθούν μέσα στο πλήθος των συναδέλφων τους που έχουν να εκπαιδευτούν (εάν εκπαιδεύτηκαν ουσιαστικά ποτέ) από τότε που υπηρέτησαν.
Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό πως ο θεσμός των εφέδρων χρήζει αναβαθμίσεως προκειμένου να συμβάλλει στην αύξηση της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας μας. Αν και επιβάλλεται μια ριζική αναμόρφωση του τρόπου με τον οποίο οι ΕΕΔ μετεκπαιδεύουν τους εφέδρους τους, εντούτοις το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας μπορεί ανέξοδα να εκμεταλλευτεί την δυναμική που έχει δημιουργηθεί από τους συλλόγους. Οι σύλλογοι των εφέδρων μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο σε αυτήν την μεταστροφή της νοοτροπίας όμως για το πετύχουν αυτό είναι αναγκαίο να πείσουν την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία αλλά κυρίως, την ίδια την ελληνική κοινωνία πως η ενδυνάμωσης της ελληνικής εφεδρείας δεν είναι μια πολυτέλεια αλλά, υπό τις παρούσες συνθήκες, αναγκαία συνθήκη για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας μας.
Άνοιγμα πως στην ελληνική κοινωνία.
Κύριος στόχος του κινήματος των εφέδρων δεν μπορεί να είναι άλλος από το να κάνουν ένα μεγαλύτερο άνοιγμα προς την ελληνική κοινωνία ώστε να την καταστίσουν ενεργό συμπαραστάτη του έργου τους. Για να το καταφέρουν αυτό πρέπει κατ αρχάς να προβούν σε συστηματική προβολή του εθελοντικού έργου που επιτελούν στον τομέα της πολίτης προστασίας. Στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας οι δραστηριότητες εάν όχι η ίδια η ύπαρξη των συλλόγων είναι εντελώς άγνωστες.
Το κρισιμότερο όμως είναι να πείσουν την ελληνική κοινωνία για το αυτονόητο, ότι η δράση τους αποτελεί απαραίτητη συμβολή στην διατήρηση της ειρήνης και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας και δεν αποτελεί καμία απειλή για κανένα ιδίως για την δημοκρατία. Ως γνωστό η ελληνική κοινωνία τα τελευταία 50 χρόνια έχει βιώσει έναν εμφύλιο, μια μακρά περίοδο εθνικού διχασμού, δικτατορία και μόνο τα τελευταία χρόνια βιώνουμε μια σταθερή δημοκρατία. Είναι πολύ πιθανό, πως όσο μεγαλώνει το κίνημα των εφέδρων θα δημιουργούνται αντιδράσεις, λόγο άγνοιας και προκατάληψης που είναι βαθιά ριζωμένης εξαιτίας της ταραχώδους ελληνικής πολιτικής ιστορίας. Σ ένα τέτοιο περιβάλλον, οι έφεδροι επιβάλλεται να τονίσουν προς όλες τις κατευθύνσεις πως είναι πάνω από όλα πολίτες που έχουν ορκιστεί να «τηρούν το σύνταγμα και τα ψηφίσματα του κράτους» και σέβονται τις επιταγές της πολιτικής ηγεσίας ως δημοκρατικά εκλεγμένης αρχής, ασχέτως εάν ως άτομα συμφωνούν ή διαφωνούν με αυτήν. Άλλωστε δεν διαθέτουν τα μέσα, εφόσον δεν έχουν στην κατοχή τους όπλα, για να αποτελέσουν απειλή έναντι οποιουδήποτε. Πρέπει να γίνει κατανοητό πως οι σύλλογοι δεν ασχολούνται με τα πολιτικά δρώμενα καθώς βάση των καταστατικών τους απαγορεύονται ακόμα και οι πολιτικές συζητήσεις ενώ, παράλληλα τα μέλη τους προέρχονται από όλα τα ιδεολογικά φάσματα. Δεν αναγνωρίζουν την ύπαρξη εσωτερικών εχθρών, ούτε στέφονται εναντίον κανενός κράτους. Το μονό που αναγνωρίζουν είναι η ανάγκη ενίσχυσης των ΕΕΔ εάν ποτέ αυτό απαιτηθεί.
Όταν το σύνολο των ελλήνων πολιτών κατανοήσει πως αυτοί που ασχολούνται με την εφεδρεία δεν είναι γραφικοί ή ακραίοι αλλά καθημερινοί άνθρωποι που θέλουν να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο τότε θα μπορέσουν να ταυτιστούν με αυτούς και να συμβάλουν ποικιλοτρόπως`. Αρκετοί βέβαια πιστεύουν πως οι σύλλογοι πρέπει να παραμείνουν κλειστές λέσχες για αυτούς που «θέλουν και μπορούν». Αυτοί οι άνθρωποι δεν κατανοούν πως εάν δεν στραφούν προς την ελληνική κοινωνία δεν θα μπορέσουν ούτε να αντλήσουν τους απαραίτητους πόρους (ανθρώπους- υλικά) αλλά ούτε και να προκαλέσουν την προσοχή της πολιτικό-στρατιωτικής ηγεσίας με ότι αυτό συνεπάγεται.
Η αδιάφορη, έως εχθρική στάση που το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει απέναντι στους συλλόγους είναι επίσης αποτέλεσμα των συνδρόμων που κληρονόμησε η μεταπολίτευση. Οι περισσότεροι πολιτικοί βλέπουν με καχυποψία τους συλλόγους και διστάζουν να τους βοηθήσουν φοβούμενοι τα κακώς εννοούμενα αντιμιλιταριστικά αντανακλαστικά των ψηφοφόρων τους. Συνεπώς δεν αναλαμβάνουν το ρίσκο να ταυτιστούν με μια σχετικά ακόμα μικρή ομάδα της ελληνικής κοινωνίας που δεν έχει καταφέρει να προβάλει επαρκώς τον εαυτό της προς τα έξω. Ο μόνος τρόπος για να μεταβληθεί αυτή η κατάσταση είναι να αποκτήσουν οι έφεδροι σοβαρά ερείσματα στην ελληνική κοινωνία πείθοντας τους πολιτικούς τόσο για την σοβαρότητα τους όσο και την αποδοχή τους. Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η αποφυγή ταύτισης της όλης προσπάθειας με συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την γενικότερη κοινωνική υποστήριξη θα μεταβάλει σταδιακά την στάση του πολιτικού κόσμου λύνοντας έτσι και τα χέρια της στρατιωτικής ηγεσίας.
Η ηγεσία του στρατεύματος γνωρίζει πολύ καλά πως είναι ζωτικής σημασίας η αναβάθμιση της εφεδρείας και οι σύλλογοι αποτελούν μια πρώτης τάξεως δεξαμενή αν μη τη άλλο πρόθυμων εφέδρων. Όμως η αρνητική στάση της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΘΑ δεν τους βοηθάει στην υιοθέτηση μιας πιο ευνοϊκής αντιμετώπισης. Η γενικότερη μεταστροφή του κλίματος θα αλλά οδηγήσει όσους υποστηρίζουν εντός του στρατεύματος τον θεσμό της εφεδρείας να αξιοποιήσουν πραγματικά τα όσα αυτή μπορεί να προσφέρει στην εθνική άμυνα. Θα γίνουν εφικτές οι συνεκπαιδεύσεις μεταξύ των συλλόγων και ενεργών μονάδων καθώς και η χρήση των εγκαταστάσεων και μέσων αυτών (πάντα με την καθοδήγηση και επίβλεψη του μόνιμου προσωπικού) κάτι που σήμερα «δεν προβλέπεται». Το σημαντικότερο όμως είναι πως θα μπορεί το υπάρχων δυναμικό να ενταχθεί στα σχέδια επιστρατεύσεως. Είναι σκόπιμο τα άτομα που έχουν εκπαιδεύονται μαζί να επιστρατευτούν και στην ίδια μονάδα προκειμένου να υπάρχει αποτελεσματικότερη συνεργασία και να δημιουργηθεί πνεύμα μονάδος. Παράλληλα με μέριμνα του στρατεύματος οι αξιωματικοί που θα κλιθούν να τους διοικήσουν θα πρέπει να έρχονται σε συχνή επαφή μαζί τους ώστε να γνωρίζουν τις πραγματικές τους δυνατότητες και να αναπτύξουν σχέσεις εμπιστοσύνης. Τότε και μόνο τότε ο κόπος όλων αυτών, που προσπαθούν με ίδια μέσα να εκπαιδευτούν, δεν θα πάει χαμένος.
Όλοι οι σύλλογοι των εφέδρων πρέπει να μπούνε κάτω από μια ενιαία στέγη.
Είναι γεγονός πως σε σύγκριση με την δεκαετία του 80 και του 90 ο αριθμός αυτών που παίρνουν μέρος σε τακτική βάση στις δραστηριότητες των συλλόγων έχει πολλαπλασιαστεί. Όλο και περισσότερα άτομα εντάσσονται στις τάξεις της εφεδρείας ενώ ταυτόχρονα οι δραστηριότητες των συλλόγων αυξάνονται και αναβαθμίζονται. Τα παραπάνω μας βοηθάνε να αισιοδοξούμε για την δυναμική που έχει δημιουργηθεί, αλλά σαφώς δεν είναι αρκετά. Η πολυδιάσπαση των εφέδρων σε μια πληθώρα συλλόγων που ως επί το πλείστων λειτουργούν ασυντόνιστα δεν μπορεί να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ο κατακερματισμός της εφεδρείας συνεπάγεται έλλειψη μέσων και προβλήματα στην εκπαίδευση. Εάν υπήρχε ένας ενιαίος φορέας που θα υπάγονταν όλες οι λέσχες, θα υπήρχε μεγαλύτερη δυνατότητα ανεύρεσης κρίσιμων υλικών όπως για παράδειγμα ελαστικές λέμβοι κα. Επιπλέον θα γίνονταν εφικτή και η εκπαίδευση μεγαλύτερων κλιμακίων (είναι γνωστό πως για τακτικές μάχης πεζικού είναι πολύ διαφορετικό να λειτουργείς στα πλαίσια ομάδας, άλλο διμοιρίας και άλλο λόχου). Η δημιουργίας μιας ομοσπονδίας εφέδρων, όπου όλοι οι σύλλογοι θα έχουν εκπροσώπηση, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα συντονιστικό όργανο ανάμεσα στις διάφορες λέσχες χωρίς να καταπνίξει την αυτονομία τους.
Το σπουδαιότερο όμως είναι πως μια ομοσπονδία εφέδρων θα παρουσίαζε ενιαία και μαζικότερη φωνή, αντιπροσωπεύοντας το κίνημα των εφέδρων με πιο αποτελεσματικό τρόπο. Θα συντόνιζε τις μέχρι τώρα μεμονωμένες και αποσπασματικές προσπάθειες των συλλόγων, να ανοιχτούνε προς την ελληνική κοινωνία και να έρθουνε σε συνεννόηση με την πολιτικό-στρατιωτική ηγεσία του ΥΠΕΘΑ . Η ίδρυση της ομοσπονδίας θα πείσει ακόμα και τους πιο δύσπιστους πως οι έφεδροι δεν είναι απλός μικρές διάσπαρτες ομάδες αλλά ένας αξιοπρόσεκτος αριθμός ατόμων που με σοβαρότητα επιτελεί ένα έργο και για αυτό δεν μπορεί πλέον να αγνοηθεί.
Σήμερα οι συνθήκες για κάτι τέτοιο είναι πιο κατάλληλες σε σχέση με το παρελθόν όχι απλός και μόνο επειδή το απαιτούν οι περιστάσεις αλλά διότι η ποσότητα και η ποιότητα των ατόμων που ασχολούνται με την εφεδρεία έχει αυξηθεί σημαντικά. Διοργάνωση δραστηριοτήτων με πανελλήνια εμβέλεια όπως οι Πανελλήνιοι Αγώνες Εφέδρων ή ο Μακεδονομάχος με της συμμετοχή εφέδρων από όλη την Ελλάδα έχει δημιουργήσει ένα θετικό κλίμα. Επιπλέον η χρήση του facebook και των σελίδων δικτύωσης έχει αυξήσει την επικοινωνία ανάμεσα στα άτομα που ασχολούνται με την εφεδρεία και σε όσους γενικά ενδιαφέρονται για αυτήν. Εάν και είχαν γίνει και άλλες προσπάθειες στο παρελθόν ποτέ άλλοτε στις τάξεις των εφέδρων δεν έχει ωριμάσει η επιθυμία να υλοποιηθεί αυτό το σπουδαίο βήμα. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιστορική ευκαιρία να συμβάλουμε στην αναβάθμιση της εφεδρείας μια ευκαιρία που δεν έχουμε την πολυτέλεια να πάει χαμένη.
Γράφει ο Στάθης Κουτσουράκης
Οι όποιες προσπάθειες γίνονται σε διπλωματικό επίπεδο για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών θα πέσουν στο κενό εφόσον και οι δύο πλευρές δεν έχουν πειστεί πως ο πιο συμφέρον δρόμος δεν είναι η προσφυγή στην βία. Ο μόνος τρόπος για να πείσουμε την Άγκυρα πως το κόστος από μια ένοπλη σύρραξη με την χώρα μας θα είναι μεγαλύτερο από οποιοδήποτε όφελος είναι η ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας μας.
Τα σημαντικά προβλήματα στελέχωσης των ΕΕΔ θέτουν υπό αμφισβήτηση την αποτρεπτική μας ισχύρη.
Οι ΕΕΔ καλούνται να αποτρέψουν τον δεύτερο μεγαλύτερο (σε όγκο) στρατό του ΝΑΤΟ που έχει 5 φορές περισσότερο προσωπικό από αυτές και τα τελευταία χρόνια υλοποιεί ένα γιγαντιαίο εξοπλιστικό πρόγραμμα υποστηριζόμενο από την ολοένα αναπτυσσόμενη πολεμική του βιομηχανία. Οι πολιτικές ηγεσίες τα τελευταία χρόνια κάνουν λόγο για ένα μικρό (πόσο πια..) αλλά ευέλικτο (ασχέτως εάν δεν υπάρχουν μέσα) στρατό που με την ποιοτική του υπεροχή μπορεί να αποτρέψει υπέρμετρες αριθμητικά δυνάμεις. Γνωρίζουμε βέβαια πολύ καλά πως η παραπάνω αντίληψη αποτελεί μια πρώτης τάξεως δικαιολογία για την αιτιολόγηση της μείωσης των οροφών των ΕΕΔ και την μείωση της θητείας για ψηφοθηρικούς λόγους.
Το ζητούμενο είναι πως ακόμα και εάν υπήρχε ποιοτική υπεροχή, κάτι που δεν ισχύει καθώς οι Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις (ΤΕΔ) έχουν εκσυγχρονίσει τα μέσα τους αλλά ενώ παράλληλα έχουν εντάξει σημαντικό αριθμό επαγγελματιών στρατιωτών στις τάξεις τους, δεν είναι καθόλου δεδομένο πως οι ΕΕΔ μπορούν να ανταποκριθούν στην αποστολή τους καθώς τα ποσοστά επάνδρωσης έχουν πέσει σε επικίνδυνο βαθμό. Τέσσερεις είναι είναι οι βασικοί λόγοι για την κατάσταση αυτή. Πρώτον, λόγο της οικονομικής δυσχέρειας της χώρας οι προσλήψεις των επαγγελματιών οπλιτών έχουν παγώσει και αυτές που λήγουν δεν ανανεώνονται. Δεύτερον η υπογεννητικότητα του ελληνικού πληθυσμού αυξάνεται. Είναι γνωστό πως ήμαστε ένα έθνος που γερνάει. Τρίτον η μείωση της θητείας για καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους. Τέλος η στασή της πολιτική ηγεσίας που δείχνει υπερβολική ανοχή σε σχέση με όσους προσπαθούν με διάφορους τρόπους, είτε εκμεταλλευόμενοι την υπάρχουσα νομοθεσία είτε με άλλα λιγότερα θεμιτά, μέσα να απαλλαγούν από τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις. Οι δύο πρώτοι παράγοντες, υπό τις υπάρχουσες είναι πολύ δύσκολο να μεταβληθούν, ενώ οι δύο τελευταίοι χρειάζονται ισχυρή πολιτική βούληση που μέχρι στιγμής δεν υφίσταται.
Το Ελληνικό δόγμα επιχειρήσεων βασίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στην επιστράτευση εφέδρων.
Ακόμα και στην περίπτωση αύξησης της θητείας (3 μήνες μάλλον δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες) και βελτίωσης της νομοθεσίας σχετικά με την στράτευση, η επάνδρωση και ενεργοποίηση των επιστρατευμένων μονάδων είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση του μεγάλου όγκου των ΤΕΔ που αναμένεται να επιχειρήσουν σε Αιγαίο και Θράκη. Ο επιτιθέμενος έχει το πλεονέκτημα να επιλέξει τον χρόνο και τον τόπο της επίθεσης με αποτέλεσμα ο αμυνόμενος να είναι αναγκασμένος είτε να διαθέτει ένα σχετικά μεγάλο όγκο δυνάμεων ώστε να καλύψει όλα τα πιθανά σημεία που θα εκδηλωθεί η επιθετική ενέργεια είτε να διαθέτει επαρκείς εφεδρείες που θα κινηθούν γρήγορα ώστε να ενισχύσουν τα αμυνόμενα τμήματα της πρώτης γραμμής.
Στην περίπτωση της Θράκης οι δυνάμεις που Δ Σώματος Στρατού (Δ’ΣΣ), που έχουν σχετικά υψηλά ποσοστά επάνδρωσης, θα ενισχυθούν την σύνθεση τους από κατά κύριο λόγο από τον ντόπιο πληθυσμό. Σκοπός του Δ’ΣΣ είναι να προβεί σε επιβραδυντικό αγώνα μέχρι να ενισχυθεί από δυνάμεις που εδρεύουν δυτικότερα οι οποίες όμως στηρίζονται σε μεγαλύτερο βαθμό στην επιστράτευση. Ακολούθως ζωτικής σημασίας ρόλο θα επιτελέσουν καθαρά επιστρατευμένες μονάδες που εξασφαλίσουν την φύλαξη οδικών κόμβων, ζωτικών εγκαταστάσεων αλλά και την εξάλειψη προγεφυρωμάτων του εχθρού στα μετόπισθεν (είναι γνωστή η δυνατότητα αεροκίνησης που διαθέτουν οι ΤΕΔ) ώστε να ενίσχυση του Δ’ΣΣ να γίνει απρόσκοπτα. nΣτα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, όπου η δυνατότητα μεταφοράς δυνάμεων από την ενδοχώρα είναι μια αρκετά δύσκολη ενέργεια και οι ταξιαρχίες της Ανώτερη Στρατιωτική Διοίκηση Εσωτερικού Νήσων (ΑΣΔΕΝ) είναι ουσιαστικά αποκομμένες και δεν μπορούν να μεταφέρουν τις δυνάμεις τους από το ένα νησί στο άλλο, η επιστράτευση του ντόπιου πληθυσμού αποτελεί το κύριο μέσω ενίσχυσης της τοπικής άμυνας. Γίνεται λοιπόν κατανοητό πως ο ρόλος των εφέδρων είναι κρίσιμος για την άμυνα της χωράς.
Η σημερινή εφεδρεία δεν μπορεί να επιτελέσει τον ρόλο της.
Δυστυχώς η πολιτικοστρατιωτική ηγεσία δεν έχει προβεί στις κατάλληλες ενέργεια ώστε οι επιστρατευμένοι να μπορούν να επιτελέσουν τον ρόλο τους. Οι μετεκπαιδεύσεις έχουν μειωθεί ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου έφεδροι οι οποίοι να επιστρατευτούν δεν έχουν κλιθεί ούτε σε μια άσκηση παρότι έχουν περάσει πολλά χρόνια από την απόλυση τους. Επίσης παρουσιάζετε το δυσάρεστο φαινόμενο σε αρκετές μετεκπαιδεύσεις να υπάρχει μια έλλειψη πειθαρχίας και μια χαλαρότητα εξαιτίας της απροθυμίας πολλών επίστρατων να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της μετεκπαίδευσης αν και αυτό δεν ισχύει για το σύνολο των επίστρατων καθώς υπάρχουν αρκετοί συμπολίτες μας που ανταποκρίνονται με υπευθυνότητα στο κάλεσμα για μετεκπαίδευση.
Το αποτέλεσμα είναι το σύστημα επιστράτευσης να στηρίζεται σε εφέδρους που θα κλιθούν να πολεμήσουν βασιζόμενοι στις (όποιες) γνώσεις που είχαν αποκτήσει κατά την διάρκεια της (σύντομης) θητείας τους, αρκετό διάστημα μετά την ολοκλήρωση της. Επιπλέον θα κληθούν, να συνεργαστούν με τους συναδέλφους τους, πολλούς από του οποίους συναντούν για πρώτη φορά και μάλιστα υπό συνθήκες έντονης πίεσης. Ακολούθως οι αξιωματικοί των μονάδων αυτών καλούνται να διοικήσουν άτομα που δεν γνωρίζουν και δεν εμπιστεύονται διότι έχουν επίγνωση της ελλιπούς εκπαίδευσης των υφισταμένων τους αλλά και του γεγονότος πως μια μάχιμη μονάδα πρέπει να λειτουργεί ως ένα συνεκτικό σύνολο κάτι που δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο ύστερα από μακρόχρονη εκπαίδευση. Είναι λοιπόν αβέβαιο το κατά πόσο η επιστράτευση θα μπορέσει να αποδώσει τα αναμενόμενα με ότι αυτό συνεπάγεται για την αποτρεπτική ισχύ της χώρας.
Οι σύλλογοι των εφέδρων και η προσφορά τους.
Τα τελευταία χρόνια στον ελλαδικό χώρο λειτουργεί ένας ικανός αριθμός συλλόγων εφέδρων που έχουν να επιδείξουν μια πλούσια εκπαιδευτική δραστηριότητα. Οι περισσότεροι σύλλογοι έχουν ένα τακτικό πρόγραμμα εκπαιδεύσεως τόσο σε στρατιωτικά αντικείμενα όσο και σε αντικείμενα που σχετίζονται με τι πρώτες βοήθειες, τις διασώσεις την δασοπυρόσβεση και γενικότερα σε αντικείμενα πολιτικής προστασίας. Οι εκπαιδεύσεις αυτές γίνονται χάρη στην προσωπική εργασία και τις οικονομικές θυσίες των μελλών και πολύ σπάνια με την βοήθεια των κρατικών φορέων, αλλά πάντα με κύριο γνώμονα να καταστήσουν τους συμμετέχοντες ικανούς να προσφέρουν χρήσιμες υπηρεσίες εάν και εφόσον απαιτηθεί.
Η κοινωνική προσφορά των συλλόγων αυτών είναι σημαντική σε περιόδους ειρήνης καθώς συμβάλλουν τους κρατικούς μηχανισμούς αφιλοκερδώς με μοναδικό γνώμονα να προσφέρουν τις καλές τους υπηρεσίες στους συμπολίτες τους. Η συμμετοχή τους σε πληθώρα από διασώσεις, η συνδρομή τους στην δασοπροστασία/δασοπυρόσβεση, η ενίσχυση των περιοχών που έχουν πληγεί από θεομηνίες αποτελεί απόδειξη του εθελοντικού πνεύματος των ατόμων που απαρτίζουν τους συλλόγου αυτούς.
Η σημαντικότερη όμως προσπάθεια γίνεται στον τομέα της στρατιωτικής εκπαίδευσης με σκοπό την συντήρηση και περαιτέρω βελτίωση των δεξιοτήτων που αποκτηθήκαν κατά το διάστημα της στρατιωτικής του θητείας. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στους τομείς της ατομικής και ομαδικής τακτικής που χρησιμοποιούν τόσο το πεζικό όσο και οι ειδικές δυνάμεις. Η εκπαίδευση γίνεται από έφεδρους εκπαιδευτές αξιωματικούς ή υπαξιωματικούς που είχαν λάβει την ανάλογη εκπαίδευση στην διάρκεια της υπηρεσίας τους. Αξιόλογη εμπορία έχει αποκτηθεί και από την παρακολούθηση σχολείων του εξωτερικού οπού όλο και περισσότεροι έλληνες έφεδροι λαμβάνουν μέρος, πάντοτε καλύπτοντας οι ίδιοι τα έξοδα τους, με σκοπό να μεταβιβάσουν τις γνώσεις που απέκτησαν στους υπόλυπους συναδέλφους τους.
Οι προσπάθειες που έχουν γίνει, έχουν αποδώσει εντυπωσιακά αποτελέσματα ιδιαιτέρα εάν σκεφτεί κανείς πως γίνονται χωρίς την υποστήριξη της πολιτείας, από πολίτες και με δικά τους μέσα οι οποίοι θυσιάζουν τον ελεύθερο τους χρόνο για να εκπαιδευτούν. Σε μια μάλιστα, οικονομικά δύσκολή συγκυρία καταβάλουν σημαντικά ποσά για την αγορά και την συντήρηση του ατομικού τους εξοπλισμού και των εξόδων που απαιτεί η εκπαίδευση τους. Απτή απόδειξη της συστηματικής δουλειάς που επιτελείται είναι τα θετικά σχόλια που αποσπούν οι ελληνικές αποστολές εφέδρων σε αγώνες του εξωτερικού, οπού λαμβάνουν μέρος κυρίως μόνιμα στελέχη, όπως η Greniader στην Αυστρία, η Cambrian Patrol στην Σκοτία (όπου μάλιστα φέτος οι ελληνική ομάδα κατέλαβε την 3η θέση) και παλαιότερα η Swiss Raid Commando στην Ελβετία.
Οι προσπάθειες της εφεδρείας πέφτουν στο κενό.
Δυστυχώς οι προσπάθειες των εφέδρων οι οποίες αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα του ελληνικού φιλότιμου, έχουν ελάχιστη εάν όχι μηδενική επίδραση στην αποτρεπτική ισχύει της χώρας για δυο κυρίως λόγους. Πρώτον η εκπαίδευση που παρέχουν οι σύλλογοι δεν μπορεί να υποκαταστήσει σε καμία περίπτωση την εκπαίδευση που παρέχουν οι ΕΕΔ. Οι σύλλογοι δεν διαθέτουν ούτε τα μέσα ούτε ίσως την εξειδικευμένη γνώση για να καλύψουν της απαιτήσεις της εκπαίδευσης των περισσοτέρων κρίσιμων ειδικοτήτων. Σε μια επιστρατευμένη μονάδα δεν υπάρχει μόνο οι ειδικότητες του απλού τυφεκιοφόρου, του οδηγού ή του μάγειρα. Υπάρχουν πληθώρα από πολύπλοκες ειδικότητες, όπως αυτές των βαρέων όπλων (πολυβολητών, χειριστών όλμων και Α/Τ όπλων), των διαβιβαστών και πολλών άλλων, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να διδαχθούν από τους συλλόγους.
Οι λέσχες των εφέδρων οι οποίες δημιουργήθηκαν με προσωπικούς κόπους και έξοδα των μελών τους, δεν είναι δυνατών να διαθέτουν τα εκπαιδευτικά μέσα που είναι απαραίτητα για την εκμάθηση αυτών των ειδικοτήτων. Η ελληνική νομοθεσία άλλωστε απαγορεύει (κατά την προσωπική άποψη του γράφοντος πολύ σωστά) σε ιδιωτικούς συλλόγους να διαθέτουν τέτοιου είδους στρατιωτικό υλικό ακόμα και εάν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα για την αγορά, συντήρηση και φύλαξη τους. Η αγορά προσομοιωτών, κυρίως όσον αφορά τα βαρέα όπλα, είναι πολύ πέραν των οικονομικών δυνατοτήτων των συλλόγων. Όμως και στην περίπτωση του ατομικού εξοπλισμού η χρήση paintball και airsoft παρόλο που αποτελούν ένα χρήσιμο βοήθημα δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να υποκαταστήσουν την ανάγκη εξοικείωσης του προσωπικού με το πραγματικό του οπλισμό. Η διατήρηση της μαχητικής ικανότητας των εφέδρων καθιστά αναγκαία την τακτική την τακτική πραγματοποίηση βολών με τα όπλα που θα κλιθούν να χειριστούν, σε περίπτωση επιστράτευσης, μια ανάγκη που μπορεί να καλύψουν μόνο οι ΕΕΔ. Δυστυχώς είναι γνωστή η απροθυμία της ηγεσίας του στρατεύματος να επιτρέψει την συμμετοχή των εφεδρικών συλλόγων σε τακτικές βολές των μονάδων πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.
Ο δεύτερος και ίσως κυριότερος λόγος είναι πως η ηγεσία του στρατεύματος δεν έχει καμία πρόβλεψη αξιοποίησης των ατόμων που εκπαιδεύονται στις λέσχες. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο σε άτομα που έχουν συμμετάσχει συστηματικά σε πολλές εκπαιδεύσεις των συλλόγων τους σε Ελλάδα και εξωτερικό, να τους αποστέλλεται από την στρατολογία λευκό φύλλο πορείας, δηλαδή να τίθενται εκτός εφεδρείας παρόλο που από ηλικιακής άποψης θα έπρεπε να παραμείνουν. Όμως και αυτοί που θα επιστρατευτούν, εφόσον δεν υπάρχει πρόβλεψη να επιστρατευτούν στην ίδια μονάδα, δεν θα μπορέσουν να αποδώσουν τα δέοντα καθώς θα πρέπει να συνεργαστούν με συναδέλφους τους που συναντούν για πρώτη φορά και που στην πλειοψηφία τους είναι ανεκπαίδευτοι. Υπό αυτές τις συνθήκες οι ομαδικές τακτικές που διδάχτηκαν στις εκπαιδεύσεις των συλλόγων τους, δεν θα μπορέσουν να εφαρμοστούν. Με άλλα λόγια οι εκπαιδευμένοι και με υψηλό ηθικό επίστρατοι που θα προσφέρουν οι σύλλογοι, θα χαθούν μέσα στο πλήθος των συναδέλφων τους που έχουν να εκπαιδευτούν (εάν εκπαιδεύτηκαν ουσιαστικά ποτέ) από τότε που υπηρέτησαν.
Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό πως ο θεσμός των εφέδρων χρήζει αναβαθμίσεως προκειμένου να συμβάλλει στην αύξηση της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας μας. Αν και επιβάλλεται μια ριζική αναμόρφωση του τρόπου με τον οποίο οι ΕΕΔ μετεκπαιδεύουν τους εφέδρους τους, εντούτοις το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας μπορεί ανέξοδα να εκμεταλλευτεί την δυναμική που έχει δημιουργηθεί από τους συλλόγους. Οι σύλλογοι των εφέδρων μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο σε αυτήν την μεταστροφή της νοοτροπίας όμως για το πετύχουν αυτό είναι αναγκαίο να πείσουν την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία αλλά κυρίως, την ίδια την ελληνική κοινωνία πως η ενδυνάμωσης της ελληνικής εφεδρείας δεν είναι μια πολυτέλεια αλλά, υπό τις παρούσες συνθήκες, αναγκαία συνθήκη για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας μας.
Άνοιγμα πως στην ελληνική κοινωνία.
Κύριος στόχος του κινήματος των εφέδρων δεν μπορεί να είναι άλλος από το να κάνουν ένα μεγαλύτερο άνοιγμα προς την ελληνική κοινωνία ώστε να την καταστίσουν ενεργό συμπαραστάτη του έργου τους. Για να το καταφέρουν αυτό πρέπει κατ αρχάς να προβούν σε συστηματική προβολή του εθελοντικού έργου που επιτελούν στον τομέα της πολίτης προστασίας. Στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας οι δραστηριότητες εάν όχι η ίδια η ύπαρξη των συλλόγων είναι εντελώς άγνωστες.
Το κρισιμότερο όμως είναι να πείσουν την ελληνική κοινωνία για το αυτονόητο, ότι η δράση τους αποτελεί απαραίτητη συμβολή στην διατήρηση της ειρήνης και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας και δεν αποτελεί καμία απειλή για κανένα ιδίως για την δημοκρατία. Ως γνωστό η ελληνική κοινωνία τα τελευταία 50 χρόνια έχει βιώσει έναν εμφύλιο, μια μακρά περίοδο εθνικού διχασμού, δικτατορία και μόνο τα τελευταία χρόνια βιώνουμε μια σταθερή δημοκρατία. Είναι πολύ πιθανό, πως όσο μεγαλώνει το κίνημα των εφέδρων θα δημιουργούνται αντιδράσεις, λόγο άγνοιας και προκατάληψης που είναι βαθιά ριζωμένης εξαιτίας της ταραχώδους ελληνικής πολιτικής ιστορίας. Σ ένα τέτοιο περιβάλλον, οι έφεδροι επιβάλλεται να τονίσουν προς όλες τις κατευθύνσεις πως είναι πάνω από όλα πολίτες που έχουν ορκιστεί να «τηρούν το σύνταγμα και τα ψηφίσματα του κράτους» και σέβονται τις επιταγές της πολιτικής ηγεσίας ως δημοκρατικά εκλεγμένης αρχής, ασχέτως εάν ως άτομα συμφωνούν ή διαφωνούν με αυτήν. Άλλωστε δεν διαθέτουν τα μέσα, εφόσον δεν έχουν στην κατοχή τους όπλα, για να αποτελέσουν απειλή έναντι οποιουδήποτε. Πρέπει να γίνει κατανοητό πως οι σύλλογοι δεν ασχολούνται με τα πολιτικά δρώμενα καθώς βάση των καταστατικών τους απαγορεύονται ακόμα και οι πολιτικές συζητήσεις ενώ, παράλληλα τα μέλη τους προέρχονται από όλα τα ιδεολογικά φάσματα. Δεν αναγνωρίζουν την ύπαρξη εσωτερικών εχθρών, ούτε στέφονται εναντίον κανενός κράτους. Το μονό που αναγνωρίζουν είναι η ανάγκη ενίσχυσης των ΕΕΔ εάν ποτέ αυτό απαιτηθεί.
Όταν το σύνολο των ελλήνων πολιτών κατανοήσει πως αυτοί που ασχολούνται με την εφεδρεία δεν είναι γραφικοί ή ακραίοι αλλά καθημερινοί άνθρωποι που θέλουν να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο τότε θα μπορέσουν να ταυτιστούν με αυτούς και να συμβάλουν ποικιλοτρόπως`. Αρκετοί βέβαια πιστεύουν πως οι σύλλογοι πρέπει να παραμείνουν κλειστές λέσχες για αυτούς που «θέλουν και μπορούν». Αυτοί οι άνθρωποι δεν κατανοούν πως εάν δεν στραφούν προς την ελληνική κοινωνία δεν θα μπορέσουν ούτε να αντλήσουν τους απαραίτητους πόρους (ανθρώπους- υλικά) αλλά ούτε και να προκαλέσουν την προσοχή της πολιτικό-στρατιωτικής ηγεσίας με ότι αυτό συνεπάγεται.
Η αδιάφορη, έως εχθρική στάση που το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει απέναντι στους συλλόγους είναι επίσης αποτέλεσμα των συνδρόμων που κληρονόμησε η μεταπολίτευση. Οι περισσότεροι πολιτικοί βλέπουν με καχυποψία τους συλλόγους και διστάζουν να τους βοηθήσουν φοβούμενοι τα κακώς εννοούμενα αντιμιλιταριστικά αντανακλαστικά των ψηφοφόρων τους. Συνεπώς δεν αναλαμβάνουν το ρίσκο να ταυτιστούν με μια σχετικά ακόμα μικρή ομάδα της ελληνικής κοινωνίας που δεν έχει καταφέρει να προβάλει επαρκώς τον εαυτό της προς τα έξω. Ο μόνος τρόπος για να μεταβληθεί αυτή η κατάσταση είναι να αποκτήσουν οι έφεδροι σοβαρά ερείσματα στην ελληνική κοινωνία πείθοντας τους πολιτικούς τόσο για την σοβαρότητα τους όσο και την αποδοχή τους. Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η αποφυγή ταύτισης της όλης προσπάθειας με συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την γενικότερη κοινωνική υποστήριξη θα μεταβάλει σταδιακά την στάση του πολιτικού κόσμου λύνοντας έτσι και τα χέρια της στρατιωτικής ηγεσίας.
Η ηγεσία του στρατεύματος γνωρίζει πολύ καλά πως είναι ζωτικής σημασίας η αναβάθμιση της εφεδρείας και οι σύλλογοι αποτελούν μια πρώτης τάξεως δεξαμενή αν μη τη άλλο πρόθυμων εφέδρων. Όμως η αρνητική στάση της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΘΑ δεν τους βοηθάει στην υιοθέτηση μιας πιο ευνοϊκής αντιμετώπισης. Η γενικότερη μεταστροφή του κλίματος θα αλλά οδηγήσει όσους υποστηρίζουν εντός του στρατεύματος τον θεσμό της εφεδρείας να αξιοποιήσουν πραγματικά τα όσα αυτή μπορεί να προσφέρει στην εθνική άμυνα. Θα γίνουν εφικτές οι συνεκπαιδεύσεις μεταξύ των συλλόγων και ενεργών μονάδων καθώς και η χρήση των εγκαταστάσεων και μέσων αυτών (πάντα με την καθοδήγηση και επίβλεψη του μόνιμου προσωπικού) κάτι που σήμερα «δεν προβλέπεται». Το σημαντικότερο όμως είναι πως θα μπορεί το υπάρχων δυναμικό να ενταχθεί στα σχέδια επιστρατεύσεως. Είναι σκόπιμο τα άτομα που έχουν εκπαιδεύονται μαζί να επιστρατευτούν και στην ίδια μονάδα προκειμένου να υπάρχει αποτελεσματικότερη συνεργασία και να δημιουργηθεί πνεύμα μονάδος. Παράλληλα με μέριμνα του στρατεύματος οι αξιωματικοί που θα κλιθούν να τους διοικήσουν θα πρέπει να έρχονται σε συχνή επαφή μαζί τους ώστε να γνωρίζουν τις πραγματικές τους δυνατότητες και να αναπτύξουν σχέσεις εμπιστοσύνης. Τότε και μόνο τότε ο κόπος όλων αυτών, που προσπαθούν με ίδια μέσα να εκπαιδευτούν, δεν θα πάει χαμένος.
Όλοι οι σύλλογοι των εφέδρων πρέπει να μπούνε κάτω από μια ενιαία στέγη.
Είναι γεγονός πως σε σύγκριση με την δεκαετία του 80 και του 90 ο αριθμός αυτών που παίρνουν μέρος σε τακτική βάση στις δραστηριότητες των συλλόγων έχει πολλαπλασιαστεί. Όλο και περισσότερα άτομα εντάσσονται στις τάξεις της εφεδρείας ενώ ταυτόχρονα οι δραστηριότητες των συλλόγων αυξάνονται και αναβαθμίζονται. Τα παραπάνω μας βοηθάνε να αισιοδοξούμε για την δυναμική που έχει δημιουργηθεί, αλλά σαφώς δεν είναι αρκετά. Η πολυδιάσπαση των εφέδρων σε μια πληθώρα συλλόγων που ως επί το πλείστων λειτουργούν ασυντόνιστα δεν μπορεί να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ο κατακερματισμός της εφεδρείας συνεπάγεται έλλειψη μέσων και προβλήματα στην εκπαίδευση. Εάν υπήρχε ένας ενιαίος φορέας που θα υπάγονταν όλες οι λέσχες, θα υπήρχε μεγαλύτερη δυνατότητα ανεύρεσης κρίσιμων υλικών όπως για παράδειγμα ελαστικές λέμβοι κα. Επιπλέον θα γίνονταν εφικτή και η εκπαίδευση μεγαλύτερων κλιμακίων (είναι γνωστό πως για τακτικές μάχης πεζικού είναι πολύ διαφορετικό να λειτουργείς στα πλαίσια ομάδας, άλλο διμοιρίας και άλλο λόχου). Η δημιουργίας μιας ομοσπονδίας εφέδρων, όπου όλοι οι σύλλογοι θα έχουν εκπροσώπηση, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα συντονιστικό όργανο ανάμεσα στις διάφορες λέσχες χωρίς να καταπνίξει την αυτονομία τους.
Το σπουδαιότερο όμως είναι πως μια ομοσπονδία εφέδρων θα παρουσίαζε ενιαία και μαζικότερη φωνή, αντιπροσωπεύοντας το κίνημα των εφέδρων με πιο αποτελεσματικό τρόπο. Θα συντόνιζε τις μέχρι τώρα μεμονωμένες και αποσπασματικές προσπάθειες των συλλόγων, να ανοιχτούνε προς την ελληνική κοινωνία και να έρθουνε σε συνεννόηση με την πολιτικό-στρατιωτική ηγεσία του ΥΠΕΘΑ . Η ίδρυση της ομοσπονδίας θα πείσει ακόμα και τους πιο δύσπιστους πως οι έφεδροι δεν είναι απλός μικρές διάσπαρτες ομάδες αλλά ένας αξιοπρόσεκτος αριθμός ατόμων που με σοβαρότητα επιτελεί ένα έργο και για αυτό δεν μπορεί πλέον να αγνοηθεί.
Σήμερα οι συνθήκες για κάτι τέτοιο είναι πιο κατάλληλες σε σχέση με το παρελθόν όχι απλός και μόνο επειδή το απαιτούν οι περιστάσεις αλλά διότι η ποσότητα και η ποιότητα των ατόμων που ασχολούνται με την εφεδρεία έχει αυξηθεί σημαντικά. Διοργάνωση δραστηριοτήτων με πανελλήνια εμβέλεια όπως οι Πανελλήνιοι Αγώνες Εφέδρων ή ο Μακεδονομάχος με της συμμετοχή εφέδρων από όλη την Ελλάδα έχει δημιουργήσει ένα θετικό κλίμα. Επιπλέον η χρήση του facebook και των σελίδων δικτύωσης έχει αυξήσει την επικοινωνία ανάμεσα στα άτομα που ασχολούνται με την εφεδρεία και σε όσους γενικά ενδιαφέρονται για αυτήν. Εάν και είχαν γίνει και άλλες προσπάθειες στο παρελθόν ποτέ άλλοτε στις τάξεις των εφέδρων δεν έχει ωριμάσει η επιθυμία να υλοποιηθεί αυτό το σπουδαίο βήμα. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιστορική ευκαιρία να συμβάλουμε στην αναβάθμιση της εφεδρείας μια ευκαιρία που δεν έχουμε την πολυτέλεια να πάει χαμένη.
πηγή http://www.defencenews.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου