Ο ανθυπολοχαγός Οδυσσέας Ελύτης, στο μέτωπο, με συμπολεμιστές του. Δέλβινο, Βόρειος Ήπειρος 1940-41
… Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον
άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη,
όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά
ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες
φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε
κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο.
… Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον
άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη,
όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά
ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες
φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε
κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο.
Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, προτού
ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν
κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χε συνήθειο του, στην ίδια
πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Και συνέβηκε τότες ένας απ' αυτούς να 'χει μαζί του κάτι παλιές
εφημερίδες. Και διαβάζαμε όλοι απορημένοι, μόλο που το 'χαμε κιόλας ακουστά, πως επανηγύριζαν στην πρωτεύουσα και πως ο κόσμος εσήκωνε, λέει, ψηλά στα χέρια τους φαντάρους που γυρίζανε με άδειες από τα γραφεία της Πρέβεζας και της Άρτας. Και σημαίνανε όλη μέρα οι καμπάνες, και το βράδυ στα θέατρα λέγανε τραγούδια και παριστάνανε στη σκηνή τη ζωή μας για να χειροκροτά ο κοσμάκης.
Βαριά σιωπή έπεσε ανάμεσό μας, επειδή κι η ψυχή μας είχε μήνες τώρα μέσα στις ερημιές αγριέψει, και, χωρίς να το λέμε, πολύ λογαριάζαμε τα χρόνια μας. Μάλιστα μια στιγμή δάκρυσε ο λοχίας ο Ζώης κι έκανε πέρα τα χαρτιά με τις είδησες του κόσμου, ανοίγοντας τα πέντε δάχτυλα καταπάνω τους. Και οι άλλοι εμείς δε λέγαμε τίποτε, μονάχα με τα μάτια τού δείχναμε κάτι σαν ευγνωμοσύνη...
Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν
κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χε συνήθειο του, στην ίδια
πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
Και συνέβηκε τότες ένας απ' αυτούς να 'χει μαζί του κάτι παλιές
εφημερίδες. Και διαβάζαμε όλοι απορημένοι, μόλο που το 'χαμε κιόλας ακουστά, πως επανηγύριζαν στην πρωτεύουσα και πως ο κόσμος εσήκωνε, λέει, ψηλά στα χέρια τους φαντάρους που γυρίζανε με άδειες από τα γραφεία της Πρέβεζας και της Άρτας. Και σημαίνανε όλη μέρα οι καμπάνες, και το βράδυ στα θέατρα λέγανε τραγούδια και παριστάνανε στη σκηνή τη ζωή μας για να χειροκροτά ο κοσμάκης.
Βαριά σιωπή έπεσε ανάμεσό μας, επειδή κι η ψυχή μας είχε μήνες τώρα μέσα στις ερημιές αγριέψει, και, χωρίς να το λέμε, πολύ λογαριάζαμε τα χρόνια μας. Μάλιστα μια στιγμή δάκρυσε ο λοχίας ο Ζώης κι έκανε πέρα τα χαρτιά με τις είδησες του κόσμου, ανοίγοντας τα πέντε δάχτυλα καταπάνω τους. Και οι άλλοι εμείς δε λέγαμε τίποτε, μονάχα με τα μάτια τού δείχναμε κάτι σαν ευγνωμοσύνη...
Οδυσσέας Ελύτης, «Το Άξιον Εστί»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου